-
1 κατεργά
κατεργάζομαιeffect by labour: fut ind mp 2nd sg (epic)κατεργάζομαιeffect by labour: fut ind mp 2nd sg (attic epic) -
2 κατεργᾷ
κατεργάζομαιeffect by labour: fut ind mp 2nd sg (epic)κατεργάζομαιeffect by labour: fut ind mp 2nd sg (attic epic) -
3 κάτεργα
κάτεργοςworked: neut nom /voc /acc pl -
4 κάτεργα
[катэрга] ουσ. о. κΛηθ. каторжные работы,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάτεργα
-
5 κάτεργα
[катэрга] ουσ ο πληθ каторжные работы. -
6 κάτεργ'
κάτεργα, κάτεργοςworked: neut nom /voc /acc plκάτεργε, κάτεργοςworked: masc /fem voc sg -
7 каторга
-
8 тюрьма
-ы, πλθ. тюрьмы, -рем, -рьмамθ.1. φυλακή, ειρκτή κ. ειρν. το φρέσκο•заключить в -у κλείνω στη φυλακή•
каторжная тюрьма τα κάτεργα, κάτεργα δεσμά•
бросить в -ρίχνω στη φυλακή•
сгноить в -έ σαπίζω στη φυλακή.
2. μτφ. κόλαση•царская россия была -ой народов ητσαρική Ρωσία ήταν φυλακή των λαών.
-
9 изделие
το προϊόνпрессованные - я πρεσαριστά/συμπιεσμένα - ταювелирные - я τα κοσμήματα, τα χρυσαφικάготовое - έτοιμο -, τελειωμένο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изделие
-
10 каторга
катор||гаж1. τά κάτεργα, τό κάτερ-γο[ν]·2. черен. τό μαρτύριο[ν]. -
11 каторжанин
катор||жанинм ист. ὁ κατάδικος τῶν κάτεργων, ἀνθρωπος πού ἐκανε στά κάτεργα. -
12 вечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно1. αιώνιος, αθάνατος•-ая память αιώνια η μνήμη•
-ая слава αθάνατη δόξα.
2. διαρκής, συνεχής, διηνεκής• ατέλειωτος, παντοτινός•-ое владение παντοτινή κτήση•
-ые ссоры ατέλειωτες φιλονικίες.
3. ισόβιος•-ая каторга ισόβια κάτεργα.
εκφρ.- ое перо – ο στυλός (μεγάλης διαρκείας). -
13 влепить
-плю, -пишь, ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα πλάθοντας.2. μτφ. κολλώ• χτυπώ με δύναμη•он -ил в него снежком του κόλλησε μια χιονόσφαΐρα•
он -ил ему пощечину του έδοσε (κατάφερε) ένα μπάτσο.
3. δίνω, βάζω, επιβάλλω•-ли ему 8 лет каторги τού ‘δοσαν 8 χρόνια κάτεργα•
ему -ли четверку по поведению του κόλλησαν διαγωγή „καλή".
κολλώ, -ιέμαι•снежок -лся в стену η χιονόσφαιρα κόλλησε στον τοίχο.
-
14 закатать
ρ.σ.μ.1. τυλίγω κυλώντας•закатать за-чинку в тесто τυλίγω παραγέμι,σμα σε ζυμαρόφυλλο.
2. ανασκουμπώνω, αναδιπλώνω, μαζεύω. || περιτυλίγω.3. ισοπεδώνω•закатать дорогу ισοπεδώνω το δρόμο.
4. (απλ.) στέλλω•закатать в тюрьму, в каторгу στέλλω στη φυλακή, στα κάτεργα.
5. κατακουράζω με την αμαξάδα.6. αρχίζω να κυλώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. κ. катать.1. αναδιπλώνομαι, μαζεύομαι επάνω.2. με τραβά, μου αρέσει η αμαξάδα• κουράζομαι από την πολλή αμαξάδα.3. αρχίζω να κυλιέμαι κλπ. ρ. βλ. кататься. -
15 законопатить
-пачу, -патишь παθ. μτχ. πχχρλθ. χρ. законопаченный-чен, -а, -о ρ.σ.μ.1. βλ. конопатить.2. μτφ. (ατιλ.) βάζω, στοιβάζω• στέλλω•-ли сто арестованных в одну комнату έβαλαν εκατό συλληφθέντες σ’ ένα δωμάτιο•
-ли сорок коммунистов на каторгу έστειλαν σαράντα κομμουνιστές στα κάτεργα.
-
16 заменить
-меню, -менишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замененный, βρ: -нен, -нена, -неноρ.σ.μ.1. αντικατασταίνω, αλλάζω•заменить секретаря αντικατασταίνω το γραμματικό.
2. αναπληρώνω, αντικαθιστώ. || μετατρέπω•заменить смертную казнь каторжной работой μετατρέπω τη θανατική που-νή σε κάτεργα.
-
17 заслать
-шлю, -шлешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засланный, βρ: -лан, -а, -оρ.σ.μ. στέλλω, εξαποστέλλω•заслать груз στέλλω φορτ ίο•
заслать в каторгу στέλλω στα κάτεργα•
заслать агентов στέλλω πράκτορες.
-
18 работа
-ы θ.1. εργασία, δουλειά.• физическая работа χειρονακτική (σωματική) εργασία•умственная работа πνευματική εργασία•
научная επιστημονική εργασία•
тяжлая работа βαριά δουλειά.• лгкая работа ελαφριά δουλειά.• чрная χοντροδουλειά•
женская работа γυναικεία δουλειά.
2. πλθ. -ы εργασίες, δουλειές, έργα•полевые -ы αγροτικές δουλειές•
принудительные -ы καταναγκαστικά έργα•
фортификационные -ы οχυρωματικά έργα•
мелиоративные -ы εγ-γειοβελτικά έργα•
каторжные -ы τα κάτεργα.
|| υπηρεσία, εργασία, δουλειά•поступить на -у πιάνω δουλειά.• снять с -ы απολύω από τη δουλειά•
сельскохозяйственные -ы γεωργικές εργασίες•
раздать всем -у δίνω σ' όλους δουλειά.• быть без -ы είμαι χωρίς δουλειά, είμαι άνεργος•
искать -у ψάχνω (να βρω δουλειά).
3. έργο•печатные -ы δημοσιευμένα έργα•
дипломная работа πτυχιακή εργασία (μελέτη)•
выставка работ художника έκθεση έργων ζωγράφου•
прочная работа στέρεα (γερή) δουλειά.
εκφρ.брать (взять) на -у а) – προσλαμβάνω στη δουλειά, β) δουλεύω κάποιον, κάνω του χεριού μου, υπατακτικό. -
19 ссыльнокаторжный
-ого α. άνθρωπος των κατέργων, σταλμένος στα κάτεργα. -
20 услать
ушлю, ушлшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усланный, -лан, -а, -оρ.σ.μ.στέλλω•мать -ла меня за доктором η μάνα με έστειλε να φωνάξω το γιατρό•
детей -ли спать τα παιδιά τα έστειλαν να κοιμηθούν•
услать на каторгу στέλλω στα κάτεργα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατεργᾷ — κατεργάζομαι effect by labour fut ind mp 2nd sg (epic) κατεργάζομαι effect by labour fut ind mp 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτεργα — κάτεργος worked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτεργ' — κάτεργα , κάτεργος worked neut nom/voc/acc pl κάτεργε , κάτεργος worked masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτεργο — το 1. παλιό άχρηστο πλοίο που χρησιμοποιείται ως φυλακή. 2. στον πληθ., κάτεργα καταναγκαστικά έργα, βαριά ποινή κατά την οποία ο κατάδικος έπρεπε να υπηρετεί ως κωπηλάτης στα κρατικά πλοία: Τον έχουν στα κάτεργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλέρα — Κωπήρες πλοίο, τυπικό της Μεσογείου, που έφερε όμως και πανιά ως βοηθητικά της πρόωσης και το χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκοπούς κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Η γ. προήλθε από τον βυζαντινό δρόμωνα και διατήρησε σχεδόν αμετάβλητα τα… … Dictionary of Greek
ερετικός — ή, ό (AM ἐρετικός, ή, όν) [ερέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερέτη ή στην ερεσία, ο κωπηλατικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ερετική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κωπηλασίας νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ερετικό το πλήρωμα τών κωπηλατών στα… … Dictionary of Greek
κάτεργος — ο (AM κάτεργος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» βαριά… … Dictionary of Greek
κατεργάρης — ο, θηλ. κατεργάρα και άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης) πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος νεοελλ. 1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης») 2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»… … Dictionary of Greek
κόκα — Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των … Dictionary of Greek
νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek